πρωτοπορ(ε)ία

πρωτοπορ(ε)ία
η, ΝΜΑ [πρωτοπόρος]
1. το να προπορεύεται κανείς ή κάτι, προβάδισμα
2. (κατ' επέκτ.) α) το σύνολο τών προπορευομένων
β) στρ. η εμπροσθοφυλακή
νεοελλ.
μτφ. α) το σύνολο ατόμων που προηγούνται τής εποχής τους ή είναι επικεφαλής πολιτικής, κοινωνικής, πνευματικής ή άλλης κίνησης
β) προοδευτικότητα, ριζοσπαστισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοκαπηλ(ε)ία — η 1. αισχροκέρδεια από την πώληση βιβλίων 2. παράνομη ανατύπωση και διάθεση βιβλίων στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιβλιοκαπηλία (< βιβλιοκάπηλος) μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Βερναρδάκη, ο δε τ. βιβλιοκαπηλεία (< βιβλίο(ν) + καπηλεία)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”