- πρωτοπορ(ε)ία
- η, ΝΜΑ [πρωτοπόρος]1. το να προπορεύεται κανείς ή κάτι, προβάδισμα2. (κατ' επέκτ.) α) το σύνολο τών προπορευομένωνβ) στρ. η εμπροσθοφυλακήνεοελλ.μτφ. α) το σύνολο ατόμων που προηγούνται τής εποχής τους ή είναι επικεφαλής πολιτικής, κοινωνικής, πνευματικής ή άλλης κίνησηςβ) προοδευτικότητα, ριζοσπαστισμός.
Dictionary of Greek. 2013.